TΟΠΟΘΕΣΙΑ

Τα νησιά του αρχιπελάγους της Μάλτας βρίσκονται στην κεντρική Μεσόγειο Θάλασσα , περίπου 90 χιλιόμετρα ( ~ 50 ναυτικά μίλια) νότια της Σικελίας. Με έκταση μόλις πάνω από 316 km2, η Μάλτα είναι ένα από τα μικρότερα κράτη του κόσμου, και επίσης ένα από τα πιο πυκνοκατοικημένα.

Οι κόλποι κατά μήκος της ακτογραμμής των νησιών σχηματίζουν καλά φυσικά λιμάνια. Το τοπίο συμπληρώνουν οι χαμηλοί λόφοι με τις καλλιέργειες σε αναβαθμίδες. Το υψηλότερο σημείο στη Μάλτα είναι 253m. Δεν υπάρχουν μόνιμα ποτάμια, αλλά μόνο περιστασιακοί χείμαρροι σε περιόδους έντονης βροχόπτωσης.

Χρονολογημένο στην εποχή της νεογενούς-Μειόκαινου της Τριτογενούς περιόδου (περίπου 30 έως 23.000.000 χρόνια πριν), το αρχιπέλαγος αποτελείται εξ ολοκλήρου από ιζηματογενή πετρώματα. Τέσσερις διακριτές στρώσεις πετρωμάτων συνιστούν τη βασική γεωλογία.

                    Geological Map of Malta. After H. Bowen-Jones (Durham, 1961, 26).
Geological Map of Malta. After H. Bowen-Jones (Durham, 1961, 26).

Drawn by K. Buhagiar

Όταν δεν διαταράσσεται από χερσαία ρήγματα, η οριζόντια διαστρωμάτωση χαμηλού κοραλλιογενούς ασβεστόλιθου (ένα σκληρό και βραχώδες πέτρωμα), συχνά γίνεται εμφανής σε παράκτιους γκρεμούς κατά μήκος της δυτικής ακτής της Μάλτας, αλλά σπάνια εντοπίζεται στην ενδοχώρα.

Το ασβεστόλιθικό πέτρωμα Globigerina καλύπτει μεγάλες εκτάσεις γης στην κεντρική και ΝΑ Μάλτα όπως και το δυτικό Gozo. Το πέτρωμα αυτό αποτελεί το βασικό κατασκευαστικό υλικό των νησιών με πάχος του ποικίλλει σημαντικά, από ~ 200μ στη ΝΑ Μάλτα, μέχρι το πιο λεπτό στρώμα (22μ) που καταγράφεται στο Gozo.

Υπερκείμενο σε αυτό το στρώμα ασβεστόλιθου βρίσκεται το κοίτασμα μπλε αργίλου, με πάχος που μπορεί να φτάσει τα 70m. Σε αυτό ακριβώς το αδιαπέραστο στο νερό πέτρωμα οφείλεται και η δημιουργία του επικρεμάμενου υδροφόρου ορίζοντα.
Οι πολυάριθμες σήραγγες που σκάφτηκαν στα υπερκείμενα στρώματα ήδη από την αρχαιότητα εξασφάλισαν μια σημαντική και εύκολα προσβάσιμη πηγή νερού που κατακρατείται πάνω από αυτό το αδιαπέραστο στρώμα αργίλου. Η άργιλος χρησιμοποιήθηκε επίσης για την τοπική παραγωγή κεραμικής. Μόνο στα ΒΔ της Μάλτας είναι διαθέσιμα σημαντικά κοιτάσματα αργίλου.

Ο άνω κοραλλιογενής ασβεστόλιθος είναι το νεότερο σε ηλικία πέτρωμα και είναι λιθανθρακοφόρος από τη φύση του. Τέσσερις υποδιαιρέσεις αυτού του πετρώδους στρώματος έχουν εντοπιστεί. Ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη του τοπικού φαινόμενου των σπηλαίων και υδροφορέων είναι το επονομαζόμενο Għajn Melel, στη διεπαφή με τον υπερκείμενο μπλε άργιλο. Το πάχος αυτού του στρώματος κυμαίνεται από 12m έως 16m και αποτελείται από πυκνούς συνδυασμούς mudstones και wackstones. Τα ανθρακικά πετρώματα γίνονται λευκά και λόγω της εύθραυστης φύσης τους, μπορούν εύκολα να εξορύσσονται. Το Għajn Melel αποτελεί το χαμηλότερο στρώμα του άνω κοραλλιογενούς ασβεστόλιθου, στη διεπαφή με τον υπερκείμενο μπλε άργιλο.

Το σημερινό κλίμα της Μάλτας είναι τυπικά μεσογειακό και χαρακτηρίζεται από ζεστά και ξηρά καλοκαίρια και ζεστούς υγρούς χειμώνες, με μέση ετήσια θερμοκρασία από 14,9° C έως 22,3° C και μέση ετήσια βροχόπτωση στα 568 χιλιοστά. Οι ανεπαρκείς και ακανόνιστες βροχοπτώσεις δημιουργούν κανονικές συνθήκες ξηρασίας και κάνουν το νερό έναν περιορισμένο πόρο. Η εμφάνιση κλιματικών μεταβολών στην περιοχή της Μεσογείου από την αρχαιότητα εξακολουθεί να είναι το αντικείμενο διαμάχης και συζήτησης. Γεωλογικά και ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι οι κλιματολογικές συνθήκες κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους δεν ήταν αισθητά διαφορετικές από τις σημερινές, αλλά χαρακτηρίζονταν από προσωρινά και μικρά, πιο βροχερά και ψυχρότερα διαλείμματα.

Πετρώματα όπως ο άνω κοραλλιογενής ασβεστόλιθος επιτρέπουν στο νερό της βροχής να κατεισδύσει ελεύθερα μέσα από αυτά, μέχρι να συναντήσει αδιαπέραστα στρώματα, όπως τη μπλε άργιλο, ή χοντρά μαργαϊκά κοιτάσματα ενσωματωμένα στο στρώμα του ασβεστόλιθου Globigerina. Στην τελευταία περίπτωση η διήθηση του νερού είναι αργή το περισσότερο νερό χάνεται ως επιφανειακή απορροή. Αυτά τα υπόγεια αποθέματα νερού, εγκλωβισμένα μεταξύ του άνω και του κάτω κοραλλιογενούς, παρέχουν στη Μάλτα την πιο άφθονη και αξιόπιστη πηγή νερού: τον λεγόμενο «κρεμαστό» ή «επικρεμάμενο» υδροφόρο ορίζοντα ( = κοιτάσματα νερού κάτω από το άνω κοραλλιογενές στρώμα), και το «μέσο υδροφόρο ορίζοντα της στάθμης της θάλασσας» ( = κοιτάσματα νερού εντός του ασβεστόλιθου Globigerina και του κάτω κοραλλιογενούς στρώματος).

Υπολογίζεται ότι μόνο το 16 – 25 % της ετήσιας βροχόπτωσης διηθείται μέσα από τις σχισμές βράχων και τελικά αποθηκεύεται σε κάποιον από τους δύο υδροφορείς, απ’ όπου το νερό αντλείται σήμερα με βαθιές γεωτρήσεις. Ο μέσος υδροφόρος ορίζοντας της στάθμης της θάλασσας, που ανακαλύφθηκε πριν 130 χρόνια περίπου, κατέστη εδώ και μερικές δεκαετίες η κύρια πηγή ύδρευσης του νησιού, και έκτοτε σταδιακά εγκαταλείφθηκε η εκμετάλλευση του δυναμικού του επικρεμάμενου υδροφορέα.

                    Plan of the Wied ir-Rum and the adjoining Wied Ħażrun valleys showing the spatial distribution of the water galleries located within.
Plan of the Wied ir-Rum and the adjoining Wied Flazrun valleys showing the spatial distribution of the water galleries located within.

©K. Buhagiar

Ο βαθύτερος υδροφόρος ορίζοντας της στάθμης της θάλασσας είναι μια ανανεώσιμη πηγή νερού που εντοπίζεται στις περισσότερες περιοχές της Μάλτας και καλύπτει μια έκταση 216,6 χιλιόμετρα². Η πρώτη εμπορική χρήση του χρονολογείται από το 1887, με την εγκατάσταση της πρώτης αντλίας στο Wied il- Kbir, στην περιοχή Qormi. Η σύγχρονη άντληση είναι ανεξέλεγκτη, αλλά ακριβή στοιχεία της δεν είναι διαθέσιμα. Είναι πιθανό ότι τα σημερινά επίπεδα άντλησης υπερβαίνουν το ποσοστό αναπλήρωσής του.

Σήμερα  την ευθύνη της ύδρευσης στη Μάλτα έχει η επονομαζόμενη Water Services Corporation. Λειτουργεί τέσσερις μονάδες αφαλάτωσης αντίστροφης όσμωσης συνολικής ονομαστικής δυναμικότητας 100.000 m³ ημερησίως.

Next: ΕΡΓΑ ΝΕΡΟΥ