ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πολιορκίες: κατακτητές αναρριχώνται από τα υπόγεια

Τον 19ο αι. μπορεί να ήταν ακόμα δυνατό να κατεβεί κανείς σε ένα από τα 4.628 πηγάδια και περιηγηθεί στην υπόγεια πόλη της Νάπολης σε όλο το μήκος και το πλάτος της, από τη Santa Caterina στο Formielloto Monte di Dio, από το Ponti Rossi στο Capo Misero και από το San Giovanni a Carbonara ως τη Sanità.

Για να κυριεύσουν την πόλη πολλοί κατακτητές είχαν την ιδέα να την αποκόψουν από τα υδραγωγεία της. Το 537, για παράδειγμα, ο Βελισσάριος, ο οποίος ήταν επικεφαλής του στρατού του Ιουστινιανού στην ιταλική εκστρατεία εναντίον των Γότθων, έκρυψε ένα ολόκληρο σύνταγμα ιππέων στο σπήλαιο της Νάπολης Sportiglione, κάτω από Capodichino, ενώ ο ίδιος στρατοπέδευσε μπροστά στην πύλη της Αγίας Σοφίας (σημερινή San Giovanni a Carbonara).

Σύμφωνα με τον Melisurgo, όταν Βελισσάριος έκοψε τα υδραγωγεία αναφώνησε: «…θα κάνουμε αυτούς τους Ναπολιτάνους να παραδοθούν, κάνοντάς τους να διψάσουν». Ωστόσο ένας από τους στρατιώτες του, ο Ίσαυρος, στην πορεία του σε ένα υπόγειο πέρασμα του υδραγωγείου Bolla και μετά από λίγα μέτρα είδε φως από το πάνω μέρος ενός πηγαδιού. Ανέβηκε χρησιμοποιώντας τα πατήματα των εκσκαφέων του πηγαδιού και βρέθηκε στο κέντρο της φρουράς που φρουρούσε την πύλη Santa Sofia.

Εκείνο το βράδυ μερικοί από τους στρατιώτες του Βελισσάριου αναρριχήθηκαν στο ίδιο πηγάδι, προσπέρασαν τους φρουρούς και άνοιξαν τις πύλες, επιτρέποντας έτσι στα στρατεύματα να κατακτήσουν την πόλη.

Το 1442 τα στρατεύματα του Alfonso I της Αραγονίας, με διοικητή τον Diomede Carafa, στρατοπέδευσαν στο ίδιο μέρος. Ο Alfonso I ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος που είχε διαβάσει για το Βελισσάριο, έτσι έδωσε εντολές στον Carafa να βρει το ίδιο σημείο πρόσβασης.

Ο Carafa ήρθε σε επαφή με δύο εκσκαφείς πηγαδιών, τον Aniello Ferraro και τον Roberto Esposito, που τον οδήγησαν στο σπίτι του μάστρο-«Citiello Cosetore», ενός ράφτη που ζούσε ακριβώς μπροστά από την πύλη Αγίας Σοφίας (όπου βρίσκεται σήμερα το σχολείο Bovio) και όπου υπήρχε ένα πηγάδι κάτω από το σπίτι του. Αυτή τη φορά οι στρατιώτες του Alfonso, οι οποίοι ήταν ναυτικοί, ανέβηκαν το πηγάδι καθώς ήταν πιο εξοικειωμένοι με τη χρήση σχοινιών και ανεμόσκαλων. Έτσι για δεύτερη φορά η πόλη της Νάπολης κατακτήθηκε εξαιτίας του υπόγειου υδραγωγείου της.

Οι τόποι αλλάζουν αλλά όχι τα υπόγεια περάσματα, τα πηγάδια και τα αρχαία υδραγωγεία. Μερικά από τα τελευταία διευρύνθηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καταφύγια σε εχθρικές επιδρομές.

Μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας της Νάπολης

Η πόλη της Νάπολης ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του 8ου αι. π.Χ. από τους κατοίκους της ελληνικής αποικίας της Κύμης. Την ονόμασαν «Νεάπολη» ή νέα πόλη για να τη διακρίνουν από την παλαιότερη, Παρθενόπη ή Palepolis, την παλιά πόλη που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του 6ου αι. και χτίστηκε μεταξύ Monte Echia (όπου τώρα είναι το «Castel dell’ Ovo») και του λόφου της «Pizzofalcone».  Αυτή η νέα πόλη ήταν και εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται, όπως όλες οι πόλεις ελληνικής καταγωγής, από την «ιπποδάμεια» πολεοδομία της, ένα σύστημα σε σχήμα σχάρας: τρεις μεγάλες Decumani (αρχαίες κεντρικές οδοί), με κατεύθυνση ανατολής-δύσης (Via Tribunali, Via Anticaglia, San Biagio dei Librai), που διασχίζουν πολλά cardi (στενότερους δρόμους / σοκάκια) με κατεύθυνση βορρά-νότου. 

Παρά τη μετέπειτα πολεοδομική διαστρωμάτωση και τη δημιουργία μιας μεγαλύτερης πόλης (όπως της μεσαιωνικής, της ισπανικής κ.λπ. ), το κλασικό ελληνικό αστικό σχεδιαστικό σχήμα του ιστορικού κέντρου της πόλης είναι ακόμα ορατό, και μάλιστα είναι ένα από τα μεγαλύτερα ανοιχτά ιστορικά κέντρα της Ευρώπης, μια καλλιτεχνική και πολιτιστική κληρονομιά που έχει κηρυχθεί μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας από την UNESCO. Η ελληνική Νεάπολη ήταν σε πόλεμο με τους Σαμνίτες, που το 423 π.Χ. κατέκτησαν την Κύμη, και με τους Ρωμαίους, που τους νίκησαν το 326 π.Χ. Η πόλη έγινε η θερινή κατοικία των πλούσιων Ρωμαίων «Patrizi»/πατρικίων: έχτισαν πολλές βίλες μεταξύ Puteoli και Sorrento (ο Σκιπίων της Αφρικής, ο Σύλλας, ο Τιβέριος, ο Καλιγούλας, ο Κλαύδιος, ο Νέρωνας, ο Βρούτος και ο Λούκουλλος, επί παραδείγματι· ο Οράτιος, ο Πλίνιος ο Παλαιότερος, ο Βιργίλιος βρήκαν εκεί έμπνευση για την καλλιτεχνική τους ιδιοφυία). Η Νάπολη ήταν το κέντρο του εκλεπτυσμένου πολιτισμού, τα σύνορα με την Ελλάδα στην Ιταλική Χερσόνησο. Στις αρχές του Μεσαίωνα έγινε μέρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και μετά ανεξάρτητη υπό τη διοίκηση των δουκών της, και έκανε εμπόριο και πολέμησε τους μουσουλμάνους με τις άλλες θαλασσινές Δημοκρατίες.

Στο 1139 έγινε μέρος της Αυτοκρατορίας των Νορμανδών και κατά συνέπεια των Σουηβών με τον Federico Β΄. Το 1266 η Νάπολη και το βασίλειο της Σικελίας δόθηκαν από τον Πάπα Κλήμη τον Δ ‘ στον Κάρολο του Ανζού, ο οποίος μετέφερε την πρωτεύουσα από το Παλέρμο στη Νάπολη. Το 1400 ακολούθησαν οι Αραγονέζοι και μετά ο Κάρολος ο Ε΄ των Αψβούργων. Παρέμεινε ενωμένη με το Ισπανικό Στέμμα μέχρι το 1707 και μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα ένωσης με την Αυστρία έγινε ανεξάρτητο βασίλειο το 1734 με τον Κάρολο Γ΄ της Βουργουνδίας. Το δεύτερο μισό του 18ου αι. ήταν για την πόλη μια περίοδος πολιτιστικού και αστικού μεγαλείου που έληξε με τη Γαλλική Επανάσταση και τα γεγονότα της Δημοκρατίας «Partenopea» του 1799. Στο τέλος του 18ου αι. οι Γάλλοι ανέβηκαν στο θρόνο με πρώτο τον Giuseppe Bonaparte, αδελφό του Ναπολέοντα και μετά τον Giacchino Murat. Όταν οι Βουρβώνοι επέστρεψαν, με την ήττα του Ναπολέοντα στο 1815, σχημάτισαν το βασίλειο των δύο Σικελιών, το οποίο διήρκεσε μέχρι το 1860, όταν ο Garibaldi με την εκστρατεία των «Χιλίων» οδήγησε στην ιταλική πολιτική ενοποίηση.

Στη συνέχεια η Νάπολη έχασε το προνόμιο της πρωτεύουσας αλλά συνέχισε την ανάπτυξή της, μολονότι μοιραζόταν τις ίδιες δυσκολίες με όλη τη νότια Ιταλία.

Παρά αυτή τη μακρά και περίπλοκη ιστορία, παρά τις διάφορες δυναστείες και τις οικογένειες που κυβέρνησαν τη Νάπολη, παρά τους πολλούς πολέμους, οι αρχαίες οδοί της Νάπολης (Decumani) είναι ακόμα εκεί, μάρτυρες της-πάνω από δύο χιλιετίες- ιστορίας της πόλης.

«O’ Monaciello», ο μικρός μοναχός που έρχεται από τα υπόγεια

Κάθε κτίριο στη Νάπολη έπαιρνε νερό από τις υπόγειες στέρνες, μέσα από πηγάδια εντός των οποίων ήταν σε θέση να κινούνται οι εργάτες συντήρησης που ονομάζονταν «pozzari». Αυτοί μπορούσαν εύκολα να κινούνται μέσα σε αυτά τα στενά κανάλια που ονομάζονταν «cunicoli», και ανέβαιναν τα πηγάδια χάρη σε τρύπες στους τοίχους. Στην πραγματικότητα έχαιραν υψηλής εκτίμησης από τους ανθρώπους διότι η καλά αμειβόμενη εργασία τους ήταν μεγάλης σημασίας για τη δημόσια υγεία. Συχνά προέρχονταν από τις ίδιες οικογένειες και επιλέγονταν για την ικανότητά τους στην αναρρίχηση, το πολύ μικρό τους μέγεθος, τη δύναμη και την ευκινησία τους. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν πράγματι πρόσβαση σε κάθε σπίτι στην πόλη μέσω των πηγαδιών, και από αυτό το γεγονός προέκυψε ο δημοφιλής μύθος «Monaciello».

Από τις δύο γενικά αποδεκτές ναπολιτάνικες υποθέσεις για την καταγωγή του, η μία στην πραγματικότητα συνδέεται με τη μυστηριώδη υπόγεια πόλη της Νάπολης και υποστηρίζει ότι ο «Monaciello» ήταν στην πραγματικότητα οι εργάτες των πηγαδιών, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τις πολλές διόδους για να μπαίνουν στα σπίτια των ανθρώπων τη νύχτα, να παίξουν παιχνίδια σε αυτούς ή να προσπαθήσουν να εισπράττουν απλήρωτους λογαριασμούς.

Η άλλη υπόθεση σχετίζεται με τη διάρκεια της βασιλείας των Αραγονέζων, στα μέσα της δεκαετίας του 1400: η Caterinella Frezza, κόρη ενός πλούσιου εμπόρου, ερωτεύτηκε με τον εργάτη Stephen Mariconda. Οι οικογένειές τους αντιτάχθηκαν στη σχέση και μια νύχτα ο Stephen δολοφονήθηκε στο σημείο της μυστικής συνάντησης των εραστών. Μετά από αυτό η Caterinella στάλθηκε σε μοναστήρι, όπου και γέννησε ένα περίεργο παιδί. Οι μοναχές του έκαναν ρούχα παρόμοια με ενός μοναχού και τον υιοθέτησαν μετά το θάνατο της μητέρας του. Εκείνος ποτέ δεν ψήλωσε περισσότερο από το μέγεθος ενός παιδιού έξι χρονών και είχε ένα παράξενο μεγάλο κεφάλι στο οποίο φορούσε ένα μαύρο καπέλο και το έκρυβε μέσα στο κάλυμμα της κουκούλας του μοναχού. Οι άνθρωποι άρχισαν να τον φοβούνται και να κατηγορούν «το μικρό μοναχό» για όλες τις κακοτυχίες τους, εκτός από όταν φορούσε ένα κόκκινο καπέλο, το οποίο θεωρήθηκε ως καλή τύχη. Δυστυχώς για το παιδί, δεν φορούσε το κόκκινο καπέλο συχνά. Μια μέρα το παιδί εξαφανίστηκε και θεωρήθηκε ότι είχε δολοφονηθεί .

Αυτός ο ευεργετικός οικιακός δαίμονας θα μπορούσε επίσης να εξευμενιστεί από τα τρόφιμα που περίμεναν να τα δουν να μετατρέπονται σε χρυσό. Αλλά αυτός ή αυτή που θα ευεργετούnταν δεν έπρεπε να καυχηθεί για αυτά τα υπερφυσικά δώρα, αλλιώς αυτά θα εξαφανίζονταν όπως ήρθαν. Πίστευαν ότι ο θησαυρός αρκούσε για τις ανάγκες των ατόμων που τον έλαβαν.

Η συγγραφέας Matilde Serao αναφέρει στο βιβλίο της «Ναπολιτάνικοι Θρύλοι»: «…Το παραμύθι του ‘O Monaciello’ δεν τελειώνει με το θάνατό του. Αντιθέτως, αρχίζει»…«Δεν είναι ο χορός των νάνων στο μαλακό χορτάρι των λιβαδιών, ούτε το ξωτικό που τραγουδά στις όχθες του ποταμού, είναι το κακό διαβολάκι από τα παλιά σπίτια της Νάπολης. Είναι ο monaciello’».

Κατοικώντας στις συνοικίες της μεσαίας τάξης, εκεί όπου περιπλανήθηκε στη ζωή, το πνεύμα επιστρέφει και συναναστρέφεται με τους ζωντανούς. Μερικές φορές ο ίδιος επιδίδεται σε αβλαβή κόλπα, άλλες φορές σπάει πράγματα ή προκαλεί δυσκολίες. Έχει ήδη κατηγορηθεί για την πρόκληση εφιαλτών, κατάθλιψης και ανήθικων πειρασμών. Λέγεται ότι είναι απρόβλεπτος και ικανός για τα πάντα.

«Είναι το διαβολάκι που κάνει τις γεροντοκόρες υστερικές και τις αναγκάζει να πέσουν κάτω από τις σκάλες με σπασμούς. Είναι ο «monaciello» που αναστατώνει το σπίτι, ανακατεύει  τα έπιπλα, ταράζει την καρδιά, μπερδεύει το μυαλό και το γεμίζει με φόβο. Είναι αυτός, το βασανισμένο και βασανιστικό πνεύμα που φέρνει το χάος σύμφωνα με τη μαύρη συνήθειά του, και ερείπια στη μαύρη κουκούλα του…. Αλλά η ειλικρινής ιστορία μας λέει, επίσης, καλέ αναγνώστη, ότι όταν ‘ ο monaciello’ φοράει την κόκκινη κουκούλα του, η παρουσία του φέρνει καλή τύχη. Και εξαιτίας αυτού του παράξενου μείγματος καλού και κακού, κακίας και καλοσύνης, ο ‘monaciello’ είναι σεβαστός, φοβερός και αγαπητός» ( Matilde Serao, Ναπολιτάνικοι Θρύλοι, σ.128 – 132).

Το πνεύμα είναι γνωστό για την ασελγή συμπεριφορά του προς τις νέες και όμορφες γυναίκες, αλλά είναι επίσης γνωστό ότι παίρνει τα νεαρά κορίτσια υπό την προστασία του όταν είναι ερωτευμένα. Είναι γνωστό ότι προκαλεί κακοτυχία και στη συνέχεια παρηγορεί τα θύματα των πράξεών του. Αφήνει χρήματα για τους ανθρώπους με την προϋπόθεση ότι θα είναι σιωπηλοί σχετικά με τις κακές του πράξεις, και να τους τιμωρεί εάν δεν τιμούν τη συμφωνία. Σύμφωνα με την εκδοχή εσωτερικισμού του ‘O Monaciello’, τα χρηματικά του δώρα ήταν προσπάθειες να αγοράσει τις ψυχές των ζωντανών και ότι ήταν πράκτορας ή avatar του διαβόλου. Παρόλα αυτά είναι πολύ δημοφιλής στη Νάπολη και οι άνθρωποι τον αγαπούν. Ίσως αυτός είναι ένας διάβολος, αλλά αν έτσι, αυτός είναι ο διάβολός τους, και ως εκ τούτου είναι πάντα ένα κομμάτι τους.

Μερικοί αφηγητές επιχειρούν να αποκαταστήσουν τον «Monaciello» . Η συγγραφέας Geraldine McCaughrean έγραψε ένα παιδικό βιβλίο με βάση αυτόν και το ονόμασε «Monaciello, ο Μικρός μοναχός».

Στην περίπτωση του Monaciello η κακή συμπεριφορά του είναι μόνο ένα μέρος της προσωπικότητάς του. Η συγγραφέας έκανε το ακόλουθο σχόλιο σχετικά με το βιβλίο της:

«Επισκέφθηκα ένα φίλο στη Νάπολη και μου έδειξε το καλύτερο μυστικό της πόλης –την Κάτω Πόλη της: έναν ζοφερό, θαμμένο κόσμο από ερειπωμένα σπίτια και δρόμους. Τότε ανακάλυψα ότι η Νάπολη έχει επίσης έναν μυστικό κάτοικο – εν μέρει καλό, εν μέρει κακό. Έναν κομιστή καλής τύχης και φασαριών.  Ένα αγόρι με μια δική του θλιβερή ιστορία. Θρύλοι σαν του Monaciello χρονολογούνται από μια εποχή που οι ιστορίες δεν ήταν μόνο για παιδιά. Όταν επικρέμονταν στο μυαλό του καθενός, κάπου μεταξύ επινοημένου και αληθινού. Ποτέ δεν νοιαζόμουν για πονηρούς κακούς ή υπερήρωες. Ο Monaciello είναι ένα μείγμα ήλιου και σκιάς – όπως όλοι μας. Το δικό μου είδος ήρωα».

                    Image courtesy of Hydria Virtual Museum
Book cover of Monacello, the little monk

Hydria Virtual Museum

Η ιστορία του Monaciello και παρόμοιες δεισιδαιμονίες εξακολουθούν να είναι δημοφιλείς στη Νότια Ιταλία. Υπήρχε ακόμη ένα τραγούδι αφιερωμένο στην Scazzamurrieddhru από τον Domenico Modugno το 1954 . Ο Eduardo Di Filippo, σημαντικός λαϊκός θεατρικός συγγραφέας, στο έργο «Αυτά τα φαντάσματα» λέει ότι μετά από λαϊκή εξέταση ο  «monaciello» είχε κερδίσει μεταξύ των Ναπολιτάνων.

Next: Credit / Resources