TΟΠΟΘΕΣΙΑ

Ηχερσόνησος στα δυτικά της Νάπολης, στη βόρεια πλευρά του κόλπου, είναι ασυνήθιστη επειδή αποτελείται από μια σειρά πολύ νέων και εν μέρει ακόμη ενεργών ηφαίστειων. Αυτά δημιουργούν ένα πολύ γόνιμο έδαφος και εξασφαλίζουν έναν μεγάλο αριθμό θερμών πηγών, οι οποίες, σε συνδυασμό με την υπέροχη φυσική ομορφιά της περιοχής, την κατέστησαν ελκυστική για κατοίκηση από τα αρχαία χρόνια. Για το λόγο αυτό εδώ χτίστηκαν σημαντικές ελληνικές αποικίες, όπως η Κύμη και η Νεάπολη, αλλά και το Puteoli (το λιμάνι του Ιουλίου), το σπουδαιότερο εμπορικό λιμάνι κατά την εποχή του Αυγούστου.

                    Image courtesy of Hydria Virtual Museum
Image courtesy of Hydria Virtual Museum

Hydria Virtual Museum

Η Νάπολη εκτείνεται σε μια γεωθερμική περιοχή με βαθιές φλέβες κίτρινης ηφαιστειακής τέφρας, ενός ισχυρού, ανθεκτικού ηφαιστειακού ψαμμίτη που σχηματίστηκε εδώ και χιλιετίες. Ο ψαμμίτης είναι ανθεκτικός και εύκολα επεξεργάσιμος, αποτελώντας ένα ιδανικό οικοδομικό υλικό. Μετά την εξόρυξή της η ηφαιστειακή τέφρα χρησιμοποιούταν ως οικοδομικό υλικό, αρχικά από τους αρχαίους Έλληνες που έκτισαν τα τείχη της πόλης μέχρι την περίοδο των δυναστειών των Νορμανδών (1037 μ.Χ.), των Ανγεβίνων (1266-1372 μ.Χ.), της Αραγονίας (1443 μ.Χ.), και αργότερα της Ισπανικής Αντιβασιλείας (1503 μ.Χ.).

Οι υπόγειες κοιλότητες χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως δεξαμενές, που προμηθεύονταν φρέσκο νερό από τα υδραγωγεία και το παρείχαν στις βίλες και τα παλάτια από πάνω τους. Για να εξασφαλιστεί η πρόσβαση των κατοίκων στις υπόγειες δεξαμενές ανοίχτηκαν επίσης φρεάτια και πηγάδια.

Η Νάπολη ιδρύθηκε από τους Έλληνες γύρω στο 470 π.Χ. και έκτοτε κατοικείται συνεχώς, επεκτεινόμενη σε μέγεθος και με πληθυσμό που διαρκώς αυξανόταν. Η αστική ανάπτυξη υπήρξε αδιάλειπτη από την ίδρυσή της, ωστόσο αντί να μεγαλώνει σε έκταση ο οικισμός για αιώνες αναπτυσσόταν στον ίδιο χώρο, μέσα στα τείχη της πόλης, καταλαμβάνοντας κάθε φορά όσες περιοχές έμεναν ελεύθερες από παλιότερες ιστορικές περιόδους. Έτσι η πόλη χαρακτηριζόταν από πολύ υψηλή οικιστική και πληθυσμιακή πυκνότητα ήδη από τους αρχαίους χρόνους.

Το όνομα της πόλης προέρχεται από το ελληνικό Νεάπολη (Νεάπολη = νέα πόλη).

Next: ΕΡΓΑ ΝΕΡΟΥ