ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Το μικρό μέγεθός του και η εγγύτητά του με τη Ρώμη και τη Νάπολη έκαναν εύκολο τον έλεγχο του Ventotene. Έτσι, την εποχή του Αυγούστου μετατράπηκε σε αποκλειστικό τόπο εξορίας μερικών από τα πιο εξέχοντα μέλη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας. Σύμφωνα με τους Λατίνους συγγραφείς Σουητώνιο και Τάκιτο, η κόρη του Αυγούστου, Julia, ήταν το πρώτο μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας που εξορίστηκε εκεί το έτος 2 π.Χ., επειδή είχε παραβεί τους ηθικούς κανόνες του Lex Iulia. Πέρασε εκεί αρκετά χρόνια μαζί με τη μητέρα της.
Το έτος 29 μ.Χ. η Agrippina η πρεσβύτερη, κόρη της Julia και του Αγρίππα, εξορίστηκε επίσης στο Ventotene. Λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε μια από τις αδελφές του Καλιγούλα, η Livilla, καθώς και η Ottavia, πρώην σύζυγος του Νέρωνα (62 μ.Χ.) και τελικά η Flavia Domitilla (95 μ.Χ.), η οποία και καταγράφηκε ως το τελευταίο μέλος της ρωμαϊκής αριστοκρατίας που εξορίστηκε στο Ventotene.
ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Το 18 π.Χ. ο αυτοκράτορας Αύγουστος προβληματίστηκε για τα κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα της Ρώμης, όπου η υπερβολή και η μοιχεία ήταν ευρέως διαδεδομένες. Στην ανώτερη τάξη οι γάμοι γίνονταν όλο και πιο σπάνιοι και πολλά ζευγάρια που παντρεύονταν δεν είχαν απογόνους. Ο Αύγουστος, στοχεύοντας στην προστασία των ηθών και την αύξηση του πληθυσμού των αυτοχθόνων Ιταλών, θέσπισε νόμους για την ενθάρρυνση του γάμου και την απόκτηση παιδιών (lex Julia de maritandis ordinibus). Συμπεριέλαβε διατάξεις για την αναγνώριση της μοιχείας ως αδικήματος που τιμωρείται με εξορία και δήμευση της περιουσίας. Οι πατέρες είχαν τη δυνατότητα να θανατώσουν τις κόρες τους για μοιχεία. Οι σύζυγοι μπορούσαν να θανατώσουν τις συζύγους τους, υπό ορισμένες συνθήκες, λόγω μοιχείας και έπρεπε να τις χωρίσουν. Ο Αύγουστος αναγκάστηκε να εφαρμόσει το νόμο και για την κόρη του, την Julia εξορίζοντάς τη στο Ventotene, το οποίο εκείνη την εποχή είχε το όνομα Pandateria.
Οι νόμοι του Αυγούστου δεν έγιναν αποδεκτοί από την κοινωνία και τροποποιήθηκαν το 9 μ.Χ. από τον Lex Papia Poppaea, που πήρε τα ονόματα των δύο ανώτατων υπάτων εκείνης της χρονιάς. Οι προηγούμενοι και μεταγενέστεροι νόμοι αναφέρονται στις νομικές πηγές ως lex Julia et Papia. Εν μέρει ως απόρροια της χριστιανικής αντίθεσης σε τέτοιες πολιτικές επήλθε τελικά η κατάργηση αυτών των νόμων, οι οποίοι έπεσαν σε αχρηστία κατά την περίοδο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και αργότερα. Μόνο οι απαγορεύσεις κατά της επιγαμίας, όπως αυτή μεταξύ γερουσιαστών και ηθοποιών, παρέμειναν. Οι νομοθετικές πηγές είναι σήμερα ένα καλό μέσο πληροφόρησης για τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής.
To SANTO STEFANO
Η φυλακή έχει σχήμα πετάλου, χωρίς παράθυρα προς τη θάλασσα. Από κάθε κελί τίποτα άλλο δεν είναι ορατό παρά η ίδια φυλακή. Οι κρατούμενοι στην πραγματικότητα είχαν μονίμως την αίσθηση του διαρκούς ελέγχου από τους δεσμοφύλακες.
Μετά την κατασκευή της φυλακής το 1795, από τον βασιλιά Φερδινάνδο Δ΄ των Βουρβόνων, ο πρώτος άνθρωπος που φυλακίστηκε εκεί ήταν ο αρχιτέκτονας που σχεδίασε το κτίριο, ο Francesco Carpi, εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Κατά τη διάρκεια των πολιτικών αναταραχών του 1860, όταν ο βασιλιάς Φραγκίσκος ο Β΄ διέταξε όλους τους στρατιώτες που έμειναν στο νησί να επιστρέψουν στην ηπειρωτική χώρα, οι 800 ισοβίτες που είχαν εγκαταλειφθεί στο νησί καθιέρωσαν ένα προσωρινό σύστημα διακυβέρνησης, εκλέγοντας μια επιτροπή να κυβερνήσει. Με την επιστροφή των ιταλικών στρατευμάτων όλοι οι κρατούμενοι επέστρεψαν υπάκουα στα κελιά τους.
Η φυλακή είχε κατασκευαστεί για ποινικούς ισοβίτες αλλά είχε επίσης χρησιμοποιηθεί για πολιτικούς κρατούμενους, κυρίως μετά τις κοινωνικές εξεγέρσεις και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ανάμεσα στους ανθρώπους που φυλακίστηκαν περιλαμβάνεται και ένας από τους «πατέρες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Altiero Spinelli, ο αναρχικός Gaetano Bresci στα χρόνια του φασιστικού καθεστώτος, ο μελλοντικός Πρόεδρος της Ιταλίας Sandro Pertini, ο Umberto Terracini, ο Giorgio Amendola, ο Lelio Basso, ο Mauro Scoccimarro, ο Giuseppe Romita και ο Ernesto Rossi.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και χάρη στο «ανοικτό πνεύμα» της διοίκησης της φυλακής, η φυλακή έγινε κέντρο γεωργικής παραγωγής και μικρής κλίμακας επεξεργασίας – μεταποίησης των παραγόμενων προϊόντων, και μάλιστα με παραγωγή πιο σημαντική από εκείνη του Ventotene. Η ιστορία των τελευταίων χρόνων της λειτουργίας της φυλακής (έκλεισε το 1965) αποτέλεσε το αντικείμενο της ταινίας «Santo Stefano», που παρουσιάστηκε το 1997 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Η ταινία “Santo Stefano”: Όπως και στο φιλμ “Alcatraz”, το Santo Stefano είναι ένα σωφρονιστικό ίδρυμα που μοιάζει με μεσογειακό φρούριο, το οποίο είχε κλείσει από την ιταλική κυβέρνηση στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Η φυλακή αποτέλεσε και το σκηνικό για την ταινία, η οποία ήταν το σκηνοθετικό ντεμπούτο του σεναριογράφου Angelo Pasquini. Ο Antonio (Andrea De Rosa), ο γιος του διευθυντή των φυλακών, Bruno D’ Assisi (Claudio Bigagli) σε προεφηβική ηλικία, παρακολουθεί το σχολείο της φυλακής, ενώ η μητέρα του (Laura Morante) παραμένει στην ηπειρωτική χώρα. Ο Antonio γίνεται φίλος με τον Nicola (Claudio Amendola), έναν κρατούμενο ο οποίος έχει την εμπιστοσύνη του διευθυντή των φυλακών D’ Assisi. Ο D’ Assisi, μετά από εκστρατεία με τη συνδρομή της Εκκλησίας και του Τύπου για τη μεταρρύθμιση των φυλακών, κατορθώνει να αναβαθμίσει την ατμόσφαιρα στις φυλακές, δημιουργώντας μια αίσθηση κοινότητας και εμπιστοσύνης. Ωστόσο η κλιμάκωση των διαφόρων αντιδράσεων για το έργο και τις μεθόδους του δυναμώνει. Μετά από μια επίσκεψη στην ηπειρωτική χώρα ο D’ Assisi διαπιστώνει ότι ο ύπουλος Αrdito (Antonio Petrocelli) και μια ομάδα βίαιων φυλάκων έχουν αντικαταστήσει τη φρουρά του. Ο χαρακτήρας του D’ Assisi σχετίζεται με τον μετριοπαθή διευθυντή που ήταν επικεφαλής της φυλακής μεταξύ 1952 και 1960.