ΕΡΓΑ ΝΕΡΟΥ
Στο νοτιοανατολικό άκρο της κοιλάδας Χοιρόμανδρες απολήγει μια βαθιά κοιλάδα με πολύ επικλινή κοίτη. Σε περιπτώσεις ιδιαίτερα έντονων βροχοπτώσεων τα νερά που κυλούν από την ανωφέρεια διοχετεύονται στη ρεματιά και έπειτα εισέρχονται με ορμή στο χαμηλότερο τμήμα της κοιλάδας, διαβρώνοντας τα καλλιεργήσιμα εδάφη.
Τη 2η χιλιετία π.Χ. κατασκευάστηκε σε αυτή την περιοχή ένα σύνολο από φράγματα ανάσχεσης και κατακράτησης των υδάτων που στόχευαν στην προστασία των καλλιεργήσιμων εκτάσεων από την ορμή του νερού της βροχής, ενώ βελτίωναν την παραγωγικότητα του εδάφους με τη χρήση του νερού για να υγράνεται η επιφάνειά του.
Η πρώτη απόπειρα ελέγχου της ροής των υδάτων της περιοχής χρονολογείται στην Εποχή των Παλαιών Ανακτόρων – αν όχι λίγο αργότερα, δηλαδή στις αρχές της Εποχής των Νέων Ανακτόρων. Επρόκειτο για ένα μικρό φράγμα που έκλεινε την απαρχή της ρεματιάς. Η διατήρησή του είναι κακή διότι χρησιμοποιήθηκε ως πηγή έτοιμου οικοδομικού υλικού κατά την κατασκευή ενός δεύτερου, μεταγενέστερου φράγματος. Σύγχρονος με το παλαιότερο φράγμα ήταν ένας ακόμα τοίχος, ο οποίος εκτεινόταν προς την ανωφέρεια. Ο τοίχος συγκρατούσε το χώμα και τα αδρομερή υλικά που παρέσερναν τα νερά της βροχής προκειμένου να μην εισέρχονται αυτά στον ταμιευτήρα του φράγματος.
Ο τοίχος που διαδέχτηκε το παλαιότερο φράγμα κτίστηκε κατά την Εποχή των Νέων Ανακτόρων. Ο τοίχος αυτός (στο εξής: το άνω φράγμα) είχε ύψος τουλάχιστον 2.60 μ. Εκτεινόταν εγκάρσια στην κοίτη της ρεματιάς, γεφυρώνοντας το κενό ανάμεσα στα ψηλά μέτωπα του βράχου που σχηματίζουν τις όχθες της. Στην ερμηνεία του τοίχου ως φράγματος συνηγορεί τόσο η θέση του όσο και η ισχυρή του τοιχοποιία: για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε ο μεγαλιθικός τύπος δόμησης, ενώ το κατώτερο τμήμα του είχε μεγαλύτερο πλάτος, προκειμένου να διασφαλιστεί η ευστάθειά του απέναντι στην ορμή των υδάτων.
Προς τα ανατολικά, στην άνω επιφάνεια του βράχου όπου κατέληγε το φράγμα, διαμορφώνεται μια επιμήκης ρωγμή. Είναι πιθανό αυτή να λειτουργούσε ως αύλακας απορροής σε περίπτωση υπερχείλισης της δεξαμενής του φράγματος. Η κατασκευή του φράγματος πρέπει να έλαβε χώρα κατά τους θερινούς μήνες, όταν η ρεματιά δεν είχε νερό. Το ανώτερο τμήμα του τοίχου οφείλεται σε μεταγενέστερη επιδιόρθωση. Αυτή η δεύτερη κατασκευαστική φάση χρονολογείται στην Κλασική εποχή.
Ο ταμιευτήρας του φράγματος, δηλαδή η δεξαμενή όπου συγκεντρωνόταν το νερό, εκτεινόταν αμέσως προς τα ανατολικά του. Σε περίπτωση πολύ δυνατών βροχών το πλεονάζον νερό θα παροχετευόταν στη ρεματιά μέσα από την προαναφερθείσα ρωγμή ή ίσως από κάποιο άνοιγμα στη στέψη του φράγματος.
Άλλοι τοίχοι εκτείνονταν στο εσωτερικό της ρεματιάς, ανάμεσα σε προεξέχοντες όγκους του βράχου. Οι τοίχοι ήταν τοποθετημένοι παράλληλα ή εγκάρσια στην κοίτη και αποσκοπούσαν, αντίστοιχα, στη διευθέτηση και την επιβράδυνση της ροής του νερού.
Απώτερος στόχος αυτών των επάλληλων φραγμάτων ανάσχεσης ήταν η προστασία των κατασκευών που βρίσκονταν χαμηλότερα – δηλαδή στην έξοδο της ρεματιάς και στο καλλιεργήσιμο τμήμα της κοιλάδας – από την ορμή των υδάτων. Για τη διευκόλυνση της κίνησης στο εσωτερικό της ρεματιάς είχαν διαμορφωθεί κτιστά ή λαξευμένα σκαλοπάτια και μικρές ράμπες. Αυτές οι διαμορφώσεις όριζαν ένα μονοπάτι που εκτεινόταν κατά μήκος της νότιας πλευρά της κοίτης, οδηγώντας στο άνω φράγμα.
Η έξοδος της ρεματιάς φραζόταν από έναν περίβολο μεγαλιθικής δόμησης. Ο τοίχος αυτός, μέσου πάχους 1,20 μ., έχει συνολικό μήκος 700 μ. και περικλείει μια περιοχή έκτασης 3,5 εκταρίων – ουσιαστικά όλο το καλλιεργήσιμο τμήμα της νοτιοανατολικής πλευράς της κοιλάδας.
Το τμήμα του περιβόλου που τέμνει τη ρεματιά διακρίνεται για την ιδιαίτερα ισχυρή δόμησή του. Αυτό οφείλεται στο ότι αποτελούσε το κατώτερο όριο του συστήματος διαχείρισης των υδάτων, καθώς όριζε την τελική γραμμή ανάσχεσης του χειμάρρου. Το συγκεκριμένο τμήμα του περιβόλου αποτελούσε, δηλαδή, ένα δεύτερο φράγμα (στο εξής: το κάτω φράγμα). Στη δεξαμενή του κατακρατούνταν προσωρινά τα όμβρια ύδατα, η ροή των οποίων είχε αρχικά ανακοπεί από το άνω φράγμα, για να επιβραδυνθεί ακόμα περισσότερο από τους τοίχους ανάσχεσης που εκτείνονταν στο εσωτερικό της ρεματιάς.
Το σύστημα των φραγμάτων συνδεόταν λειτουργικά με τα άνδηρα καλλιέργειας, που καλύπτανε τη νότια και την ανατολική πλαγιά της κοιλάδας. Συγκεκριμένα, το νερό που συγκρατούσε το κάτω φράγμα διαχεόταν σταδιακά προς το ζεύγος των ανδήρων που εκτεινόταν προς την κατωφέρεια, υγραίνοντας τις επιχώσεις τους. Από εκεί, το νερό οδηγούνταν στα αμέσως χαμηλότερα άνδηρα και ούτω καθ’ εξής. Η άρδευση των ανδήρων μπορεί να γινόταν και επιφανειακά, με αυλάκια σκαμμένα στο έδαφος. Σε αυτό συνηγορεί η τοποθέτηση των ανδήρων, τα οποία εκτείνονται πλάγια στις ισοϋψείς πλαγιές– κάτι που θα διευκόλυνε τη ροή του νερού στην επιφάνειά τους.
Τα μινωικά άνδηρα καλλιέργειας – αν όχι και οι κατασκευές του συστήματος διαχείρισης των υδάτων – επαναχρησιμοποιήθηκαν για ένα σύντομο διάστημα κατά τους Κλασικούς χρόνους. Σε αυτό συνηγορεί η σχετική κεραμική που εντοπίζεται διάσπαρτα στην κοιλάδα, και ιδίως το προσεγμένης κατασκευής κτίριο που οικοδομήθηκε δίπλα στο άνω φράγμα κατά τον ύστερο 5ο αι. π.Χ.
Το σύστημα διαχείρισης των υδάτων στις Χοιρόμανδρες μπορεί να θεωρηθεί ως ένα δημόσιο έργο της Εποχής του Χαλκού. Επί του παρόντος αντιπροσωπεύει ένα από τα ελάχιστα ανασκαμμένα δείγματα τέτοιων έργων των Μινωικών χρόνων. Στην πλειονότητά τους τα υπόλοιπα φράγματα και γενικά τα εγγειοβελτιωτικά έργα της Εποχής του Χαλκού, που ήταν γνωστά μέχρι σήμερα, εντοπίζονται στην Ηπειρωτική Ελλάδα, ήταν δε ελαφρώς μεταγενέστερα, καθώς χρονολογούνται στη Μυκηναϊκή εποχή. Από αυτή την άποψη οι Χοιρόμανδρες μπορούν να λειτουργήσουν ως παράδειγμα για την αναγνώριση αντίστοιχων κατασκευών σε άλλες περιοχές της Κρήτης, συμβάλλοντας έτσι στην πληρέστερη κατανόηση των μορφών διαχείρισης των υδάτινων πόρων που είχαν αναπτυχθεί στο προϊστορικό Αιγαίο.